-
1 εκβοηθεω
1) устремляться на выручку, спешить на помощь Her., Plut.2) совершать вылазку(ἐκ τῶν Μεγάρων Thuc.)
См. также в других словарях:
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μεγάρων — Η συλλογή των ευρημάτων από τις ανασκαφές στην περιοχή των Mεγάρων εκτίθεται για πρώτη φορά στο κοινό από τις 2 Aπριλίου του 2000 στο ανακαινισμένο κτίριο του τέλους του 19ου αι., που μέχρι τη δεκαετία του 1960 στέγαζε το Δημαρχείο της πόλης… … Dictionary of Greek
Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κλίμακα ή σκάλα — Αρχιτεκτονικό στοιχείο σύνδεσης και επικοινωνίας των ορόφων ενός κτιρίου και γενικότερα επιπέδων διαφορετικού ύψους. Η σύνδεση των ορόφων πραγματοποιείται, συνήθως, στο εσωτερικό των κτιρίων. Ωστόσο, για λόγους αρχιτεκτονικής σκοπιμότητας ή… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
Μεγαρεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος της Οινόπης. Ως πιθανοί πατέρες του αναφέρονται ο Δίας, ο Απόλλωνας, ο Πανδίονας, ο Ποσειδώνας και ο Ιππομένης, εγγονός του Ποσειδώνα και βασιλιάς της Βοιωτικής Ορχηστού. Ο Μ.… … Dictionary of Greek
Κορινθιακός κόλπος — Θαλάσσια λωρίδα που εκτείνεται μεταξύ της Στερεάς Ελλάδας προς Β, της Πελοποννήσου προς Ν, του στενού Ρίου Αντιρρίου προς Δ και των ισθμών των Μεγάρων και της Κορίνθου προς Α. Ως δυτική προέκτασή του λαμβάνεται ο Πατραϊκός κόλπος, μέσω του οποίου … Dictionary of Greek
Μακρά Τείχη — Ονομασία δύο τειχών ελληνικών πόλεων της κλασικής εποχής. 1. Ονομασία δύο τμημάτων τειχών, τα οποία ένωναν την Αθήνα με τον Πειραιά και αποτελούσαν μέρος του μεγάλου αμυντικού έργου του αθηναϊκού κράτους. Διακρίνονταν στο Βόρειο, στο Νότιο ή διά… … Dictionary of Greek
Αγίας Τριάδας, μονή — Ονομασία 21 μοναστηριών. 1. Ανδρικό μοναστήρι στα Μετέωρα. 2. Ανδρικό μοναστήρι στον νομό Λασιθίου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Πέτρας. Ιδρύθηκε στα τέλη του 15ου αι. Ιδρυτής του ήταν ο Μάρκος Παπαδόπουλος, Κρητικός τιμαριούχος που ίδρυσε και το… … Dictionary of Greek
μεγαρικός — ή, ό (Α μεγαρικός, ή, όν) [Μέγαρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Μέγαρα ή στους Μεγαρίτες ή που προέρχεται από τα Μέγαρα, μεγαρίτικος («μεγαρική βιοτεχνία») 2. το θηλ. ως ουσ. η μεγαρική η διάλεκτος τών Μεγάρων 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek